υποκατάστατο

υποκατάστατο
[ипокатастато] ουσ. о. земещение

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "υποκατάστατο" в других словарях:

  • υποκατάστατος — η, ο / ὑποκατάστατος, ον, ΝΜΑ [ὑποκαθίστημι] αυτός που έχει υποκαταστήσει κάποιον, αντικαταστάτης, αναπληρωτής νεοελλ. 1. (νομ.) δεύτερος κληρονόμος που ορίζεται σε περίπτωση που ο πρώτος δεν αποδέχεται την κληρονομία 2. το ουδ. ως ουσ. το… …   Dictionary of Greek

  • Βουφόνια — Αρχαία αθηναϊκή γιορτή θυσίας βοδιού. Εορτάζόταν στις 14 του μήνα Σκιροφοριώνα (Ιούνιο Ιούλιο), όταν τελείωνε το αλώνισμα και συγκεντρωνόταν το σιτάρι στην Ακρόπολη. Σώζονται δύο περιγραφές της τελετής, του Πορφύριου και του Παυσανία, με μερικές… …   Dictionary of Greek

  • αντίμιμος — ἀντίμιμος, ον (AM) 1. αυτός που έχει γίνει κατ απομίμηση κάποιου άλλου, ο εντελώς όμοιος με κάποιον άλλο 2. το αρσ. ως ουσ. α) ο αντίπαλος, ο αντίζηλος β) ο τύπος, το ομοίωμα μσν. 1. αυτός που μεταμορφώνεται, που εξαπατά 2. το αρσ. ως ουσ. το… …   Dictionary of Greek

  • αντιπρόσωπος — ο (AM ἀντιπρόσωπος) νεοελλ. 1. αυτός που παρίσταται ή ενεργεί εξ ονόματος και για λογαριασμό άλλου 2. «αντιπρόσωπος διπλωματικός» το όργανο το εντεταλμένο με τη διπλωματική εκπροσώπηση του κράτους του στο εξωτερικό 3. «αντιπρόσωπος εμπορικός»… …   Dictionary of Greek

  • αρραβώνας — (Νομ.).Είδος παρεπόμενης συμφωνίας που αποβλέπει να ενισχύσει και να εξασφαλίσει την εκπλήρωση της κύριας ενοχικής σχέσης. Η συμφωνία αυτή καταρτίζεται με την παράδοση ενός αντικειμένου (χρηματικού ποσού ή πράγματος που ενέχει οικονομική αξία),… …   Dictionary of Greek

  • βαρύτητα — Η δύναμη έλξης που ασκείται από το γήινο δυναμικό πεδίο. (Φυσ.) Β. ονομάζεται η ιδιότητα όλων των υλικών σωμάτων να έλκονται από τη Γη. Η έλλειψη β. στο εσωτερικό των τεχνητών δορυφόρων εμφανίζεται γιατί ο δορυφόρος μπορεί να θεωρηθεί ως σώμα που …   Dictionary of Greek

  • βιομηχανία — Κάθε εργασία με την οποία μετατρέπεται μια πρώτη ύλη σε είδος χρήσιμο για τον άνθρωπο. Με τον όρο β. δηλώνεται στην οικονομική γλώσσα η δραστηριότητα που αποβλέπει να επαυξήσει την ωφελιμότητα και την αξία των ήδη υπαρχόντων αγαθών με τη… …   Dictionary of Greek

  • γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… …   Dictionary of Greek

  • δοκίμιο — Λογοτεχνικό είδος που, ιστορικά, έχει τις ρίζες του στον 16o αι. και εμφανίστηκε σε εξαιρετικά ποικίλες μορφές στο πέρασμα του χρόνου. Ο όρος δ. (γαλλ. essai, αγγλ. essay) εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1580, όταν o Μισέλ ντε Μοντέν εξέδωσε τo… …   Dictionary of Greek

  • επιταγή — Πιστωτικός τίτλος με ασαφή ιστορική καταγωγή που γνώρισε ευρεία διάδοση από τις αρχές του 18ου αι. στη Μεγάλη Βρετανία, όταν απαγορεύτηκε στα πιστωτικά ιδρύματα να εκδίδουν τραπεζογραμμάτια και παραχωρήθηκε το δικαίωμα της έκδοσης χαρτονομίσματος …   Dictionary of Greek

  • ερζάτς — 1. υποπροϊόν 2. (ειδ.) αναπληρωματική τροφή, προϊόν διατροφής που αντικαθιστά άλλα προϊόντα που είναι σπάνια 3. χαρακτηρισμός κατώτερης ποιότητας εμπορεύματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γερμ. Ersatz «αντικατάσταση, υποκατάστατο] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»